Απ’ τις σημαντικότερες περιοχές του ελλαδικού χώρου στις οποίες αναπτύχθηκε η μοναστική ζωή είναι το νησί των Ιωαννίνων, το οποίο περιβάλλεται από τη λίμνη Παμβώτιδα, ενώ απέναντί του βρίσκεται η πόλη των Ιωαννίνων με το κάστρο.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι μονές της νήσου των Ιωαννίνων καταλαμβάνουν σε σύνολο μοναστηριών την τρίτη θέση στον ελλαδικό χώρο μετά από αυτές του Αγίου Όρους και των Μετεώρων.
Το Νησί των Ιωαννίνων και τα μοναστήρια του
Δημήτριος Καλπάκης Αρχαιολόγος
Ο χώρος Για τον τυπικό επισκέπτη των Ιωαννίνων, το νησί στη λίμνη είναι απλώς ένα ακόμη αξιοθέατο. Θα μπορούσε, ωστόσο, να είναι, για όλους ακόμη και για αυτόν που έφτασε στην πόλη τυχαία ένα από τα εκείνα τα κρυφά σημεία όπου χτυπά διακριτικά ο παλμός ενός τόπου. Από τους χώρους εκείνους που από μόνοι τους συμπυκνώνουν την ενέργεια και το βάρος μιας ολόκληρης ταξιδιωτικής εμπειρίας. Το Νησί των Ιωαννίνων απλώνεται σε μια έκταση μικρότερη του μισού τετραγωνικού χιλιομέτρου, στη βορειοανατολική άκρη της λίμνης Παμβώτιδας. Στην άλλη άκρη, η πολυθρύλητη πόλη και το λεκανοπέδιο πλαισιωμένα από ομαλούς λόφους. Πιο πίσω, οι κορυφές των βουνών, σαν τείχη που κλείνουν τον τόπο: Ολύτσικα, Τζουμέρκα, Περιστέρι. Γυρνώντας προς το βορρά, το Μιτσικέλι και πιο πέρα, για μερικές δεκάδες χιλιόμετρα, ο κάμπος, μια μικρή ανάσα ανάμεσα στους ορεινούς όγκους. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το νησί βρίσκεται στο κέντρο όλων αυτών. Ωστόσο, απολαμβάνει μια γαλήνια απομόνωση σα να βρισκόταν αλλού. Από τους καλαμιώνες στις όχθες της λίμνης και τα σχίνα λίγο πιο ψηλά, μέχρι το πυκνό πευκοδάσος που καλύπτει ολόκληρο το λόφο, ο χώρος αιχμαλωτίζει με ένα βάρος ανάλαφρο. Οι σιωπές του τοπίου αποκαλύπτουν σε ώτα ευήκοα τους εσωτερικούς ρυθμούς ενός χώρου που μοιάζει να τον ξέχασε ο χρόνος. Η πορεία στο χρόνο Παρόλο που δεν υπάρχουν τεκμηριωμένα στοιχεία για οργανωμένη κατοίκηση κατά τους Προϊστορικούς και Ιστορικούς χρόνους, τα σποραδικά ευρήματα αλλά και η ίδια η θέση του νησιού συνηγορούν στην πεποίθηση ότι η ιστορία του θα πρέπει να διαμορφώθηκε σε κοινό πλαίσιο με τις ευρύτερες ιστορικές εξελίξεις στην περιοχή του λεκανοπεδίου. Μια κάποια κατοίκηση φαίνεται πως υπήρχε ήδη από αρκετά νωρίς. Η επίσημη όμως ιστορία του νησιού αρχίζει στη βυζαντινή εποχή, στους χρόνους του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Συμβαδίζοντας με την πορεία της πόλης, το νησί ακμάζει και τότε αλλά και στους κατοπινούς χρόνους, μεταβυζαντινούς και νεώτερους.Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, ωστόσο, είναι πως, παρόλο που σημαδεύεται από μεγάλα γεγονότα των νεώτερων χρόνων, παρόλο ακόμη που φέρει έντονη τη σφραγίδα του Αλή Τεπελενλή, λόγω του τραγικού τέλους του, την ιδιαίτερη ταυτότητά του την οφείλει στα μοναστήρια που λειτούργησαν εκεί, ήδη από τη Βυζαντινή εποχή.
Μία εντοιχισμένη επιγραφή στη Μονή Φιλανθρωπηνών χρονολογεί την ίδρυσή της στα 1292. Αυτή είναι και η πρώτη επίσημη μνεία των μοναστηριών του νησιού, παρόλο που φαίνεται πως κάποιοι ανώνυμοι ασκητές ανακάλυψαν νωρίτερα τούτο τον τόπο. Η ίδρυση της Μονής των Φιλανθρωπηνών είναι συνυφασμένη με το ξεκίνημα μιας νέας περιόδου. Εγκαινιάζεται τότε ένα ιδιότυπο καθεστώς που θέλει το μέρος πυρήνα πνευματικής ζωής υπό τη σκέπη επιφανών αρχόντων. Αυτό το καθεστώς είναι που διαμορφώνει και την ιδιαίτερη ταυτότητα του νησιού. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν κατοικήθηκε ποτέ από Μουσουλμάνους, ενώ παράλληλα απολάμβανε ιδιαίτερα προνόμια κατά την Τουρκοκρατία. Οι ανακαινίσεις των μοναστηριών από το 16ο αιώνα και μετά μαρτυρούν μία νέα φάση ακμής που συνδέεται με την ευρύτερη οικονομική άνοδο των Ιωαννίνων κατά την περίοδο αυτή. Η πνευματική και καλλιτεχνική ανάπτυξη που ακολουθεί ολοκληρώνει την εικόνα του τόπου στα μετέπειτα χρόνια. Πλέον, τα μοναστήρια του νησιού, πέρα από την αποφασιστική συμβολή τους στην πνευματική ανάπτυξη του τόπου, δεν εκπλήσσουν σήμερα μόνο για αυτή καθαυτή την παρουσία τους σε έναν τόσο περιορισμένο χώρο, αλλά και για την υψηλής ποιότητας τέχνη τους που φτάνει σε μας σχεδόν ακέραια. Με εξαίρεση κάποιες περιόδους ύφεσης που οφείλονταν περισσότερο σε ιστορικές συγκυρίες, ο ιστορικός τους βίος φαίνεται συνεχής. Ακόμη και η καταστροφή τους, ύστερα από το τραγικό τέλος του Αλή πασά, δεν ήταν αρκετή για να σταματήσει εκεί την πορεία τους. Ο μοναχισμός στο νησί που ακμάζει κατά το 19ο αιώνα συνεχίζει ως τα μέσα της δεκαετίας του ’50, σφραγίζοντας μια πνευματική παράδοση αιώνων. Η περιήγηση. Ο επισκέπτης προσεγγίζει το νησί από τα βόρεια. Ανηφορίζοντας προς το λόφο μέσα από τα σοκάκια του οικισμού, φτάνει στο σημείο όπου ο δρόμος χωρίζει. Μαζί και η ιστορία. Στα αριστερά (ανατολικά) ο δρόμος κατηφορίζει και πάλι προς την ακτή. Πολύ σωστά, η πινακίδα σήμανσης τονίζει το Μουσείο του Αλή πασά που βρίσκεται εκεί, αν και στον ίδιο χώρο υπάρχει και η Μονή του Αγίου Παντελεήμονος. Γιατί η σφραγίδα του πασά των Ιωαννίνων επισκιάζει καθετί, πόσο μάλλον ένα ταπεινό μοναστήρι. Γι’ αυτό το λόγο ο επισκέπτης, μυημένος ή όχι, θα ήταν καλό να ακολουθήσει τον άλλο δρόμο. Αυτόν στα δεξιά (δυτικά) που οδηγεί στα μοναστήρια. Γιατί μ’ αυτό τον τρόπο η μετάβαση στο χώρο και την ιστορία του θα είναι πιο ομαλή. Γιατί έτσι, φτάνοντας ο επισκέπτης στο τέλος της διαδρομής μετά από ολόκληρο τον κύκλο του νησιού, όταν θα φτάσει δηλαδή στο Μουσείο, θα έχει ήδη αφουγκραστεί το σφυγμό του τόπου. Η διαδρομή οδηγεί στα νότια. Η Μονή του Αγίου Νικολάου των Φιλανθρωπηνών είναι η πρώτη που συναντά κανείς στην πλαγιά του λόφου. Χτισμένη στις αρχές του 13ου αιώνα και ανακαινισμένη στα τέλη του (1291/2), συνδέεται άμεσα με την πορεία της ομώνυμης βυζαντινής οικογένειας που εγκαταστάθηκε στην Ήπειρο μετά την Άλωση της Πόλης από τους Φράγκους (1204). Η άλλη ονομασία της («του Σπανού») αναφέρεται σε ομώνυμο λόγιο του τόπου που δίδαξε στη σχολή του μοναστηριού. Ανηφορίζοντας, το συγκρότημα εμφανίζεται σε περίοπτη θέση να αντικρύζει στα δυτικά τη λίμνη και την πόλη. Το σπουδαιότερο ίσως από όλα τα μοναστήρια που λειτούργησαν στο νησί, γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή του κατά το 16ο αιώνα.
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πηγές, το νησί αποκτά ανθρώπινη παρουσία το 13ο αιώνα με την ίδρυση του Δεσποτάτου της Ηπείρου, το 1206, από τον Μιχαήλ Άγγελο Α΄ εξάδελφο του τότε αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Ισαάκιου Αγγέλου, ο οποίος χάνει την εξουσία κατά τη διάρκεια της τέταρτης σταυροφορίας από τους δυτικούς σταυροφόρους. Την περίοδο εκείνη, λοιπόν, μετά τα γεγονότα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης, το 1204, από τους δυτικούς, πολλές αριστοκρατικές οικογένειες της πρωτεύουσας καταφεύγουν ως πρόσφυγες σε περιοχές που είναι ελεύθερες, και μία από αυτές είναι το νεοσύστατο δεσποτάτο της Hπείρου.
Τέτοιες, λοιπόν, Βυζαντινές οικογένειες που είναι υπέρμαχοι της ορθοδοξίας και της μοναστικής ζωής οι Φιλανθρωπηνοί, οι Βατάτζηδες, οι Βρανάδες, οι Στρατηγόπουλοι και πολλοί άλλοι. Οι οικογένειες αυτές αρχίζουν να οικοδομούν τα ηρώτα μοναστήρια με δικά τους χρήματα στο νησί, στα τέλη του 13ου αιώνα και περίπου το 1292 χρονολογείται το αρχαιότερο μοναστήρι, η Μονή των Φιλανθρωπηνών, ενώ την ίδια περίπου περίοδο ιδρύεται η Μονή Στρατηγόπουλου. Πριν από το 1292, δεν γίνεται καμία αναφορά για μοναστική ζωή στο νησί, όμως είναι πολύ πιθανό να υπήρχε. Οι δύο, λοιπόν, αυτές μονές θα γνωρίσουν μεγάλη εξέλιξη το κατοπινά χρόνια, παρόλο που η μετέπειτα περίοδος χαρακτηρίζεται από επιδρομές, κυρίως Αλβανών, στην περιοχή του Δεσποτάτου, θα ακολουθήσει η τουρκική κατάκτηση της πόλης των Ιωαννίνων και της γύρω περιοχής, το 1430, γεγονός που δεν θα επηρεάσει τη ζωή των μονώς. Το 16ο αιώνα, το Ιωάννινα αναφέρονται σε πηγή με το όνομα «μοναχόπολις» εξαιτίας των πολλών μοναχών που ζουν στην πόλη και τη γύρω περιοχή. Την ίδια περίπου εποχή, ιδρύονται στο νησί τρία νέα μοναστήρια, αυτό της Eλεούσας, του Προδρόμου και του Αγίου Παντελεήμονος. Το 17ο αιώνα, ολοκληρώθηκε εκείνη της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος.
Από το 18ο αιώνα και μετά, αρχίζει η παρακμή των μοναστηριών, και ιδιαίτερα την περίοδο που τα Ιωάννινα διοικούσε ο Αλή πασάς. Την περίοδο αυτή, μαθαίνουμε από τις πηγές ότι οι μοναχοί ήταν πολύ λίγοι σε αριθμό και ότι στα μοναστήρια διέμεναν φυλακισμένοι από κάθε γωνιά της επικράτειας του πασά. Η παρακμή αυτή οφείλεται σε βαριά φορολογικά μέτρα. Χειρότερη ήταν η κατάσταση την περίοδο που οι σουλτανικές δυνάμεις πολιόρκησαν το νησί, που αποτέλεσε το τελευταίο καταφύγιο του Αλή πασά το 1822. Τότε είναι που τα μοναστήρια καταστράφηκαν σε μεγάλο βαθμό, ενώ οι Τούρκοι, στρατιώτες λεηλάτησαν τα ιερά σκεύη των εκκλησιών και εξόντωσαν πολλούς μοναχούς.
Μονή Φιλανθρωπηνών
Η μονή, που βρίσκεται στη δυτική όχθη του νησιού, είναι ίδρυμα της οικογένειας των Φιλανθρωπινών, μίας από τις αριστοκρατικές οικογένειες της Κωνσταντινούπολης, που εγκαταστάθηκαν στα Γιάννινα μετά το 1204.Επιφανής εκπρόσωπος της οικογένειας των Φιλανθρωπινών, ο Μιχαήλ, ιερέας και μέγας οικονόμος της μητρόπολης Ιωαννίνων, ίδρυσε (ή ανακαίνισε ριζικά) τη μονή του Αγίου Νικολάου το 1291 - 1292. Η μονή γνώρισε ιδιαίτερη ακμή το 16ο αιώνα, όταν, με πρωτοβουλία των ηγουμένων Νεόφυτου και κυρίως του Ιωάσαφ Φιλανθρωπινών, ανακαινίζεται, επεκτείνεται και τοιχογραφείται το καθολικό της μονής. Το καθολικό της μονής Φιλανθρωπηνών φιλοξενεί ίσως το πιο αξιόλογο σύνολο μεταβυζαντινών τοιχογραφιών της Ηπείρου, έργο-αφετηρία για τη μελέτη της ζωγραφικής της λεγόμενης Σχολής της Βορειοδυτικής Ελλάδας, γνωστής επίσης και ως Σχολή Ιωαννίνων καθώς και ως Σχολής Θηβών, από τον τόπο καταγωγής των μόνων ζωγράφων των οποίων είναι γνωστά τα ονόματα.Τυφλά διαμερίσματα διαμορφώνονται στο δυτικό τμήμα των εξωναρθήκων, στο βόρειο από τα οποία η παράδοση της περιοχής τοποθετεί το κρυφό σχολειό. Το ευρύτατο θεματολόγιο των εξαιρετικής τέχνης τοιχογραφιών της μονής Φιλανθρωπινών αποτέλεσαν πρότυπο, εικονογραφικό ευρετήριο για πολλούς μεταγενέστερους ζωγράφους. Πολλές από τις παραστάσεις είναι ιδιαίτερα πρωτότυπες. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι παραστάσεις των επτά σοφών της αρχαιότητας (Πλάτων, Απολλώνιος ο Τυανεύς, Σόλων, Αριστοτέλης, Πλούταρχος, Θουκυδίδης και Χίλων ο Λακεδαιμόνιος), στο δυτικό τμήμα του νότιου εξωνάρθηκα. Η παρουσία των αρχαιοελληνικών αυτών μορφών, που θεωρούνται προάγγελοι του χριστιανισμού, αποτελεί στοιχείο σπάνιο στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη που φανερώνει την ευρύτητα μόρφωσης και το βάθος των θεολογικών γνώσεων του εμπνευστή του εικονογραφικού προγράμματος, πιθανώς του ίδιου του Ιωάσαφ Φιλανθρωπινού!
Ξεκινάμε την περιήγηση από το αρχαιότερο και πιο γνωστό μοναστήρι της νήσου των Ιωαννίνων, τη Μονή Φιλανθρωπηνών, που είναι αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού, απέναντι από τα τείχη του κάστρου των Iωαννίνων. Ιδρυτής ή ανακαινιστής θεωρείται ο Μιχαήλ Φιλανθρωπηνός, ιερέας και οικονόμος της μητρόπολης Ιωαννίνων, περί τα τέλη του 13ου αιώνα (1292).
Το 16ο αιώνα, η Μονή γνωρίζει μεγάλη ακμή, όταν ηγούμενοι ήταν ο Νεόφυτος και ο Ιωάσαφ Φιλανθρωπηνός, οι οποίοι κάνουν ριζική ανακαίνιση και τοιχογράφηση της Μονής. Υπήρξε σπουδαίο πνευματικό ίδρυμα της περίοχής με βιβλιοθήκη στην οποία φυλάσσονταν ο χαμένος σήμερα «κουβαράς», χειρόγραφος κώδικας με σημαντικά κείμενα για την ιστορία της περιοχής. Το μοναστηριακό συγκρότημα διατρέχει λιθόκτιστος περίβολος. Από αρχιτεκτονικής άποψης, λίγα τμήματα είναι ορατά από τη Βυζαντινή φάση. Η αρχική, εξάλλου, μορφή τροποποιήθηκε από τη ριζική ανακαίνιση του 16ου αιώνα.
Περιματρικά από τον κυρίως ναό, το νάρθηκα και τον εξωνάρθηκα, που καλύπτοταν με ημικυλινδρική καμάρα, και τους πλευρικούς νάρθηκες, που η στέγασή τους γίνεται σε χαμηλότερο επίπεδο με τέταρτο κύλινδρο. Έτσι, ο ναός εξωτερικά έχει μορφή τρίκλιτης βασιλικής, με υψωμένο το κεντρικό κλήτος. Η σημερινή μορφή του καθολικού είναι αποτέλεσμα εκτεταμένων επενβάσεωςν που έγιναν σε δύο φάσεις.
Το 1542, η ξύλινη στέγη του κτίσματος αντικαθίσταται με επιμήκη κυλινδρική καμάρα και το 1560, το αρχικό κέλυφος του καθολικού περιβάλλεται από θολωτούς εξωνάρθηκες, στη Βόρεια, νότια και δυτική πλευρά. Ορατές είναι, σήμερα, οι τοιχογραφίες του 16ου αιώνα. Δεν γνωρίζουμε αν και σε τί έκταση υπάρχει παλαιότερο στρώμα ζωγραφικού διακόσμου. Οι τοιχογραφίες του 16ου αιώνα στη Μονή αποτελούν το πιο αξιόλογο σύνολο μεταβυζαντινών τοιχογραφιών της Ηπείρου. Το σύνολο των τοιχογραφιών αποτελεί ένα από τα κορυφαία έργα της σχολής της Βορειοδυτικής Ελλάδας. Τα κύρια θέματα στο καθολικό της Μονής είναι σκηνές από το βίο και τη διδασκαλία του Χριστού, της Θεοτόκου, ο Ακάθιστος Ύμνος, σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, το βίο του Αγίου Νικολάου και άλλων Αγίων, το μηνολόγιο καθώς και την απεικόνιση των επτά σοφών της αρχαιότητας.
Μονή Αγίου Νικολάου Στρατηγόπουλου
Βρίσκεται στη δυτική πλευρά του νησιού, σε μικρή απόσταση από τη Μονή Φιλανθρωπηνών και είναι αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο. Δεν έχουν διασωθεί στοιχεία για την ίδρυσή της, αλλά το πιο πιθανό είναι ότι ιδρύθηκε από μέλη της οικογένειας Στρατηγόπουλου, στο τέλος του 13ου αιώνα. Επί Τουρκοκρατίας πήρε την ονομασία «του Ντίλιου», από την ομώνυμη εύπορη οικογένεια που τη συντηρούσε.
Από τη Μονή, σήμερα, σώζεται μόνο το καθολικό, ένας μονόχωρος ξυλόστεγος ναός με ημικυκλική αψίδα στα ανατολικά και ξυλόστεγο νάρθηκα στα δυτικά. Είναι κτισμένο με αμελές πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Δεν γνωρίζουμε αν το καθολικό τοιχογραφήθηκε κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Σήμερα, όμως, κοσμείται με τοιχογραφία του 16ου αιώνα και συγκεκριμένα του 1543, με έξοδα των Νήφωνος και Σωφρονίου, όπως αποκαλύπτει η επιγραφή στο νότιο τοίχο του νάρθηκα. Δεν είναι γνωστό το όνομα του καλλιτέχνη που τις τοιχογράφησε. Όμως, παρόλο που έχει επίδραση από την Κρητική σχολή και την αναγεννησιακή τέχνη, φαίνεται ότι και αυτός εντάσσεται στην τεχνική της λεγόμενης σχολής της βορειοδυτικής Ελλάδας. Οι παραστάσεις κατανέμονται σε τρεις ζώνες. Τα θέματα των τοιχογραφιών είναι πρωτότυπα, όπως αυτό που παριστάνει το Χριστό ως τον Μεγάλο Βουλής Άγγελο, όραμα των προφητών Ιεζεκιήλ και Αββακούμ, 28 σκηνές από το Βίο της Παναγίας, ολόσωμους Aγίους, σκηνές από τη ζωή και τα πάθη του Χριστού καθώς και τη σύνθεση της Δευτέρας παρουσίας.
Μονή Παναγίας Ελεούσας
Νοτιότερα των προηγούμενων μονών, χτισμένη στους πρόποδες λόφου, περικλειόμενη με ψηλό περίβολο, βρίσκεται η Μονή της Παναγίας Ελεούσας, η οποία αρχικά ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο των Ανέμων και ονομαζόταν «των Μεθαδάτων» ή «των Γκιουμάτων», πιθανώς από το όνομα των οικογενειών που την ευεργέτησαν. Η μεταγενέστερη ονομασία ως Μονή Παναγίας Ελεούσας συνδέεται με την εύρεση Της εικόνας της Παναγίας που μεταφέρθηκε στη Μονή, το 1584.
Για το χρόνο ίδρυσης της Movής δεν σώζονται μαρτυρίες. Όμως, σύμφωνα με τα παραπάνω, τον 16ο αιώνα υφίσταται. Το 18ο αιώνα, ο ηγούμενος ανακαινίζει το μοναστήρι με τη βοήθεια πλουσίων δωρητών. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν μεταξύ των ετών 1724- 1748 και περιγράφονται στην επιγραφή του βρίσκεται πάνω από τη δυτική θύρα του νάρθηκα. Το 19ο αιώνα, οι ηγούμενοι φέρουν τον τίτλο «Ελεούσης και Σωτήρος», καθώς το 1822, η γειτονική Μονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος πυρπολήθηκε στη διάρκεια της πολιορκίας του Αλή πασά από το σουλτάνο. Ο 19os αιώνας και κυρίως το β΄ μισό του υπήρξε περίοδος ακμής για τη Μονή. Το 1872, ιδρύθηκε ιερατική σχολή σε έκταση της Μονής Μεταμορφώσεως και λειτούργησε ως το 1922.
Το καθολικό είναι γεμάτο με τοιχογραφίες, οι οποίες χρονολογούνται σε τρεις περιόδους. Εκείνες της πρώτης φάσης χρονολογούνται στο β’ μισό του 16ου αιώνα και αποδίδονται στους αδερφούς Κονταρή. Τα κύρια θέματα είναι χωρισμένα σε τέσσερις ζώνες και εικονίζουν φυτικά διάκοσμα, ολόσωμους Αγίους, σκηνές από τη ζωή του Χριστού. Εντυπωσιάζει η σκηνή του έφιππου Πιλάτου και της συνοδείας του, αγαπητό θέμα των ζωγράφων της βορειοδυτικής Ελλάδας. Χαρακτηριστικά, επίσης, είναι τα έκτυπα εγκόλπια ανάγλυφη μορφή του Χριστού Εμμανουήλ που φέρουν στο στήθος, οι ολόσωμοι Άγιοι, τεχνοτροπία που βρίσκουμε και στις τοιχογραφίες των Μονών Φιλανθρωπηνών και Στρατηγόπουλου.
Εικονογραφούνται σκηνές από τον Ακάθιστο Ύμνο και το βίο της Παναγίας, χρονολογημένες το 18ο αιώνα.
Στην Τρίτη φάση, οι τοιχογραψίες χρονολογούνται το 1759, με κύρια θέματα σκηνές από την Παλιά Διαθήκη και τη ζωή του Αγίου Νικολάου. Σώζονται, ακόμη, φορητές εικόνες, όπως η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Ελεούσας του 1500. Σπουδαίες είναι, επίσης, οι εικόνες της ένθρονης Βρεφοκρατούσας Παναγίας και του Αγίου Νικολάου.
Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος
Βρίσκεται κοντά στη Μονή Ελεούσας, στη νοτιοδυτική πλευρά του νησιού. Χτίστηκε περίπου το 17ο αιώνα, σύμφωνα με τη σωζόμενη σφραγίδα της Μονής του 1656. Για τα πρώτα χρόνια ζωής της Μανής δεν υπάρχουν στοιχεία. Το 18ο αιώνα αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα. Το 1822 η Μονή πυρπολήθηκε από τα σουλτανικά στρατεύματα και από τότε περιήλθε στη Μονή Ελεούσας. Ο σημερινός ναός χτίστηκε το 1850 με δαπάνη του ηγουμένου της Moνής Ελεούσας, Αββακούμ. To έτος 1873, η Μονή Μεταμορφώσεως και η Ιερατική σχολή έγιναν σταυροπηγιακές με πατριαρχικό σιγίλιο. Σήμερα, στη Μονή ζουν μοναχοί.
Ο ναός τοιχογραφήθηκε το 1851 από τον μοναχό Άνθιμο από το άγιον Όρος, παριστάνοντας ολόσωμους Αγίους ενώ ανάμεσά τους βρίσκονται οι δυο νεομάρτυρες, Άγιος Ιωάννης και Άγιος Γεώργιος. Οι τοιχογραφίες του ναού έχουν σαφή δυτική επίδραση και απομακρύνονται από τη μεταβυζαντινή ζωγραφική. Σπουδαίο είναι, επίσης, το ξυλόγλυπτο τέμπλο με το διάτρητο φυτικό διάκοσμο, στο οποίο εικονίζονται σκηνές από την Καινή Διαθήκη και μορφές ζώων με συμβολικό χαρακτήρα.
Μονή Προφήτη Ηλία
Η Μονή είναι χτισμένη στο ψηλότερο σημείο του νησιού, αφιερωμένη στον προφήτη Ηλία. Λιγοστές είναι οι πληροφορίες για την ιστορία της. Πρέπει να χτίστηκε την υστεροβυζαντινή περίοδο, ενώ το 1822 καταστράφηκε. Ξαναχτίστηκε λίγα χρόνια αργότερα, ενσωματώνοντας στους τοίχους της αρχιτεκτονικά μέρη του παλαιότερου ναού. Το 1833, αγιογραφήθηκε το ιερό και το 1918, έγιναν οι τοιχογραφίες του κυρίως ναού. Ελάχιστα κειμήλια σώθηκαν από το ναό, με πιο σημαντικό έναν ασημένιο σταυρό αγιασμού, χρονολογημένο το 1821, ο οποίος φυλάσσται στη Μονή Ελεούσας.
Οι τοιχογραφίεε του ναού ολοκληρώθηκαν σε δύο φάσεις. Ως κύρια θέματα έχουν την Παναγία, ένθρονη Βρεφοκρατούσα, προφήτες και ιεράρχες, τη σκηνή της αποκαθήλωσης, τη θυσία του Αβραάμ, ενώ αξιόλογο έργο θεωρείται η απεικόνιση του Χριστού ως Μεγάλου Αρχιερέα στο δεσποτικό θρόνο.
Μονή Αγίου Παντελεήμονος
Η Μονή Αγίου Παντελεήμονος στο νησί των Ιωαννίνων είναι περισσότερο γνωστή εκτός των άλλων από τα γεγονότα του θανάτου του Αλή πασά των Ιωαννίνων σε κάποιο από τα κελιά της. Περιλαμβάνει εκτός του καθολικού, διώροφα συγκροτήματα στα βόρεια και νότια και ερειπωμένα κελιά στα ανατολικά που διαμορφώνουν και τον περίβολο της Μονής. Η παλαιότερη μαρτυρία για τον ναό ανάγεται στον 15ο αιώνα και συνδέεται με την παρουσία μοναχών. Φαίνεται ότι στον ίδιο χώρο υπήρχε και το ησυχαστήριο του Αγίου Παντελεήμονα, που αναφέρεται στην βιογραφία των Μοναχών Αψαράδων το 1506 – 1507. Το 1800, ο ναός καταστράφηκε από την πτώση βράχων, επισκευάστηκε και καταστράφηκε εκ νέου το 1810 από την ίδια αιτία. Επισκευάστηκε από τον ηγούμενο Ανανία λίγο αργότερα στην μορφή που έχει Το καθολικό είναι βασιλική, μικρών διαστάσεων, με νεώτερο χαγιάτι στη νότια πλευρά και ψηλότερο γυναικωνίτη στα δυτικά. Δύο ξύλινες κιονοστοιχίες χωρίζουν το εσωτερικό του ναού σε τρία κλίτη. Στο νότιο τοίχο του ναού έχουν ενσωματωθεί τμήματα από τους προγενέστερους ναούς. Τοιχογραφίες σώζονται μόνον εξωτερικά του νότιου τοίχου, που ανήκουν σε τέσσερις χρονολογικές φάσεις του 15ου, 16ου, 17ου και 19ου αιώνα. Απεικονίζονται η ένθρονη Θεοτόκος και παράσταση Δέησης με τον Άγιο Νικόλαο, νεότερη παράσταση του Αγίου Παντελεήμονος και στο πλαίσιό της η μορφή του Χριστού με ολόσωμους Αγγέλους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ξυλόγλυπτο τέμπλο που αποτελεί σύνθεση παλαιότερου ξυλόγλυπτου του 16ου – 17ου αιώνα και νεώτερων κατασκευών. Οι δεσποτικές εικόνες χρονολογούνται στο 19ο αιώνα. Από τα κελιά την Μονής, που έχουν πρόσφατα αποκατασταθεί, στο βόρειο ηγουμενείο φιλοξενείται σήμερα η συλλογή Του Φωτη Ραπακουση, και στο νότιο στεγάζεται το Μουσείο της Προεπαναστατικής Περιόδου.
Επίσης είναι περισσότερο γνωστή εκτός των άλλων από τα γεγονότα του θανάτου του Αλή πασά των Ιωαννίνων σε κάποιο από τα κελιά της. Περιλαμβάνει εκτός του καθολικού, διώροφα συγκροτήματα στα βόρεια και νότια και ερειπωμένα κελιά στα ανατολικά που διαμορφώνουν και τον περίβολο της Μονής. Η παλαιότερη μαρτυρία για τον ναό ανάγεται στον 15ο αιώνα και συνδέεται με την παρουσία μοναχών. Φαίνεται ότι στον ίδιο χώρο υπήρχε και το ησυχαστήριο του Αγίου Παντελεήμονα, που αναφέρεται στην βιογραφία των Μοναχών Αψαράδων το 1506 – 1507. Το 1800, ο ναός καταστράφηκε από την πτώση βράχων, επισκευάστηκε και καταστράφηκε εκ νέου το 1810 από την ίδια αιτία. Επισκευάστηκε από τον ηγούμενο Ανανία λίγο αργότερα στην μορφή που έχει Το καθολικό είναι βασιλική, μικρών διαστάσεων, με νεώτερο χαγιάτι στη νότια πλευρά και ψηλότερο γυναικωνίτη στα δυτικά. Δύο ξύλινες κιονοστοιχίες χωρίζουν το εσωτερικό του ναού σε τρία κλίτη. Στο νότιο τοίχο του ναού έχουν ενσωματωθεί τμήματα από τους προγενέστερους ναούς. Τοιχογραφίες σώζονται μόνον εξωτερικά του νότιου τοίχου, που ανήκουν σε τέσσερις χρονολογικές φάσεις του 15ου, 16ου, 17ου και 19ου αιώνα. Απεικονίζονται η ένθρονη Θεοτόκος και παράσταση Δέησης με τον Άγιο Νικόλαο, νεότερη παράσταση του Αγίου Παντελεήμονος και στο πλαίσιό της η μορφή του Χριστού με ολόσωμους Αγγέλους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ξυλόγλυπτο τέμπλο που αποτελεί σύνθεση παλαιότερου ξυλόγλυπτου του 16ου – 17ου αιώνα και νεώτερων κατασκευών. Οι δεσποτικές εικόνες χρονολογούνται στο 19ο αιώνα. Από τα κελιά την Μονής, που έχουν πρόσφατα αποκατασταθεί, στο βόρειο ηγουμενείο φιλοξενείται σήμερα η συλλογή Του Φωτη Ραπακουση, και στο νότιο στεγάζεται το Μουσείο της Προεπαναστατικής Περιόδου.
Η συγκεκριμένη Μονή έμεινε γνωστή για τα γεγονότα του έτους 1822, όταν τα σουλτανικά στρατεύματα πολιόρκησαν και σκότωσαν τον Αλή πασά. Το μοναστήρι βρίσκεται κοντά στη Μονή Προδρόμου. Η παλαιότερη μαρτυρία βρίσκεται στην αυτοβιογραφία των αδερφών Αψαράδων, όπου αναφέρεται ότι αρχικά λειτουργούσε σαν ησυχαστήριο του Αγίου Παντελεήμονος, στο οποίο είχε μονάσει ο μοναχός Αντώνιος. Ήδη, λοιπόν, από το 15ο αιώνα υπήρχε ναός, αφιερωμένος στον Άγιο Παντελεήμονα. Γύρω στο 1800, αλλά και μερικά χρόνια μετά (1810), ο ναός καταστράφηκε από βράχο που έπεσε από το γειτονικό λόφο, αλλά επισκευάστηκε.
Σήμερα, οι τοίχοι του ναού είναι καλυμμένοι, εκτός από το νότιο τοίχο που διακρίνονται τμήματα τοιχογραφιών με ανεικονικό διάκοσμο και χρονολογούνται σε τέσσερις φάσεις, από το 15ο έως το 19ο αιώνα. Τα πιο σπουδαία θέματα είναι ο Χριστός σε προτομή με δύο ολόσωμους Αγίους, η Παναγία ένθρονη, πλαισιωμένη από αγίους και αγγέλους, παράσταση της Δέησης με τον Άγιο Νικόλαο καθώς και ο Άγιος Παντελεήμονας.
Στη βόρεια και νότια πλευρά του καθολικού, σώζονται τα κελλιά της Moνής. Αυτά της βόρειας πλευράς στεγάζουν σήμερα τη συλλογή χειρογράφων και παλαιοτύπων από τις Μονές του νησιού. Στα νότια κελλιά, έγινε η δολοφονία του Αλή πασά, το 1822, και σήμερα λειτουργούν ως μουσείο της προεπαναστατικής περιόδου.
Μονή Προδρόμου
Χτίστηκε το 1506-1507, στην ανατολική πλευρά του νησιού από τους αδερφούς Αψαράδες, το Νεκτάριο και το Θεοφάνη. Οι πληροφορίες που έχουμε για τη Μονή προέρχονται από την αυτοβιογραφία των αδερφών, οι οποίοι μόνασαν και έχτισαν το καθολικό της Μονής μαζί με κελιά που δεν σώζονται σήμερα.
Είναι αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Το 1789, το καθολικό τοιχογραφήθηκε. Το 1822, κατά την πολιορκία του Αλή πασά, η Μονή υπέστη καταστροφές. Το 1824 αρχικά, και αργότερα το 1891, οι τοιχογραφίες του καθολικού επιδιορθώθηκαν.
Από το αρχικό μοναστηριακό συγκρότημα σώζεται μόνο το καθολικό. Ο ναός είναι χτισμένος σ’ ένα σπάνιο αρχιτεκτονικό ρυθμό, αφού συνδυάζει στοιχεία από τον σταυρεπίστεγο και τον αγιορείτικο τύπο. Είναι μονόχωρος, με δύο τρίπλευρες κόγχες στη Βόρεια και νότια πλευρά, ενώ ο νάρθηκας στο δυτικά είναι σύγχρονη κατασκευή. Στο ιερό υπάρχει υπόγεια κρύπτη, καλυμμένη με καταπακτή που οδηγούσε στη λίμνη σε περίπτωση κινδύνου.
Οι τοιχαγραφίες χρονολογούνται το 1789, σύμφωνα με την επιγραφή πάνω από τη δυτική είσοδο. Τα σημαντικότερα θέματα παριστάνουν την Παναγία Βρεφοκρατούσα, το Χριστό ως Μεγάλο Βουλής Άγγελο, το Δωδεκάορτο και τα Πάθη του Χριστού, καθώς και σκηνές από τους οίκους του Ακάθιστου Ύμνου και αγίους.
Το σημερινό τέμπλο χρονολογείται το 1789, ενώ έχουν προσαρμοστεί κομμάτια και από το αρχικό του 16ου αιώνα. Από το αρχικό τέμπλο σώζεται η εικόνα του ένθρονου Χριστού, του 16ου αιώνα.
Σπουδαία είναι, επίσης, η εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου που εικονίζεται σε σκηνές από το βίο του.
Πηγή: artion magazine, Περιοδικό για τη ζωή, τη γνώση, την πνευματικότητα, Τεύχος 5ο, Ιανουάριος 2012, Καλαμαριά.