Ο Πανο Πλενιος ηταν ενας κοντος αγαπητος και ομιλητικος,γνωστος βαρκαρης του Νησιου. Μεταφορεας μια ζωη.Το ιδιο κι κοντουλης και λιγοσωμος Διαμαντη Μαντζιος της κυρα-Φταλιας της ψηλης και μερακλινας...που τονε γκρινιαζε συχνα. Βαρκαρηδες ηταν κι αλλοι ,αγωγιατες,παλιοι,τυποι χαρακτηριστικοι και κωμικοι. Ειχαν αγαθα και φυσικα γουστα.Τους χαιροσουνα με τα χαρισματα και τις αδυναμιες τους. Ο Τσιλο Μαμαλος,ο Λαμιας,ο Κατης,ο Μπουντας,ο Γκαναβιαρης κ.α. Ειχανε ολοι τα παρατσουκλια τους.Πηγαιναν κανα ταξιδι σε ξενο μερος. Ξυπνουσαν τα μυαλα τους.Φορουσανε σκουτια πολιτικα και γυριζαν πισω στο Νησι τους. Ετσι κολλουσανε,σα στριδια,στη ψαθα και στη καλαμια. Με ζηλιες και ανταγωνισμους σε ψαρια και σε αγωγια. Ειχαν αγαπες αλλα,και γκρινιες,πειραγματα και τσακωμους,χωρις ξυλοδαρμους,με πεισμαστα και με γοργα φιλιωματα. Εκαναν την πιατσα και τη συναξη τους,με τις βαρκουλες τους,στη σκαλα,στο μωλο της πολης. Μολις εβλεπαν πελατες...αρχιζαν σαν οι Εβραιοι ''Ελα'' ο ενας κι ''Ελα σε μενα''ο αλλος. Ο Λαμιας ηταν πονηρος και τους πατουσε το ματι πως θα τους εκανε εκπτωση. Η μεταφορα απο την πολη στο Νησι ητανε μονο μια δραχμη κι ο Τσιολο Μαμαλος ειχε ενα κολπο,για να τραβαβαει πονηρα στη βαρκα του την πελατεια. Εβαζε το ενα χερι πισω απο τη μεση του,και τον αντιχειρα σημαδευε τον μισο δειχτη του δαχτυλου του,να βλεπει ο πελατης,πως με τα χειλη ελεγε την μια δραχμη...αλλα,με το κρυφο σινιαλο του...θα κοβε τη μιση. Μια μερα...τον πηρε χαμπαρι ο Κατης ψηλος,σοβαρος κι επιβλητικος το καθως ητανε,τον αρπαξε στο λεφτο και με χοντης φωναρα και θυμο τον εριξε μεσα στη λιμνη. Τον βουτηξε στο βρωμικο και θολο παραλιο νερο...Εδεναν ολοι τη χρηματοσακουλα με ενα σπαγκο απ το λαιμο και την εχωναν με ζεστασια και ζηλο μεσ'στον κορφο τους....κι οταν κουβαλουσαν χρονια το νερο απο τη Ντραμπατοβα κι απο το Μπλιτσ'καθως δεν ειχε η πολη. Κοιτουσανε πως να γεμιζουν τη σακουλα με τ' αγωγια καθε μερα,και πιοτερο τις γιορτες με τους ρομαντικους γλεντζεδες απ'τη πολη,που λαχταρουσαν ρεφενεδικα τσιμπουσια και κανταδες,στις φεγγαρολουστες βαρκαδες του καλοκαιριου,απ τις αρχες ακομα του αιωνα. Αποκριες και πασκαλιες,πρωτομαγιες και πανηγυρια,οι βαρκαριδες επαιρναν τις γέντοκοπες παρεες αγκαζε,με οργανοπαιχτες σαν τους Ζουμπαιους,την γρια τη Λυγενη με το βιολι,το Τζαρα με το κλαρινο απ'την Καλουτσιανη κ.α. Ξενυχτουσανε στη δροσερη και μαγευτικη και θελκτικη απλαδα της Παμβωτιδας. Γλεντια ζεστα και λαικα,συντροφικα και φιλικα,με φαγοποτια και χαρες,χορους κι αστεια και τραγουδια.Οι γραφικοι βαρκαριδες μεταφερναν κοσμο και κοσμακι απο τη πολη στη Νταμπατοβα. Απο τους πιο παλιους κ'ισαμε τους πιο υστερνους, τον Γκαρανατση και τον Κοκκινο.... Ο Πλενιος ειχε πολλες; και τις νοικιαζε. Γιομιζε τη σακουλα του λεφτα.Ποιος ξερει τι απογιναν μετα,οταν ''αποδημησε εις Κυριον''. Εκανε σφιχτη ζωη σκληρη ζωη,με την κοντουλα την μακρυφουστανη και σουβλομυτικη κυρα του. Ηταν κι εκεινη φρονιμη,καλοκαρδη μα και καπατσα. Ο Πλενιος ειχε ντομπροσυνη και αφελια και μια απλη και φυσικη συνηθεια. Καθε πρωι εμπαινε στο καικι του. Ανοιγοταν στη λιμνη.Γυμνωνε τον ποπο του και τον εστηνε πανω στον αρκα στο κροθι της βαρκουλας,κι αμολαγε τα κοπρα του,ωρα πολλη νανουριστα και αρμονικα στο κυματακι της αυγης και το καικι επλεε ακυβερνητο κι αυτος ηδονιζοταν κι ανταγωνιζοταν στο κοπρισμα το βαρκαρη το Μπουντα τον αλλοτε ''Αμερικανο''που τα κανε ''σιουρι''οπως ελεγε καθε πρωι στις κοντινες τις ακροκαλαμιες,κ'οι αλλοι του σφυριζαν κι εκεινος τους αποκρινοταν με φαιδρο του καλαμπουρι. ''Τι σφυρατε και ορε<>,λεπια,μανιατικα ζαγαρια?Εδω μ'αρεσει εμενα να το γλενταω το χε.......να ο κωλος μου εγερα και ξικι να γινουν οι χαλεδες της Αμερικης και οι λεκανες με τα μαρμαρα,τα ταχα παστρικα αγγια τους...'' Ολοι γελουσανε τα πρωινα με τον Μπουντα και με τον Πλενιο. Ητανε τυποι,που ολοι χαθηκαν σαγερασαν βαθια. Κι αλλαξαν τα ηθη και οι καιροι....κι ηρθανε στη λιμνη βενζινοπλοια συγχρονα,ταχια,χωρις πανακια και κουπια. Ετσι,τα καικια των βαρκαριδων ρημαξαναν και σαπισαν αραγμενα σε ενα βουρκολιμανο! Κι εκεινοι....πεθαναν ενας κοντα στον αλλον! Σπανια πια κανεις τους θυμαται! Αποξεχαστηκαν σχεδον,μεσα στα χαη της ζωης και του θανατου,του πανδαματορα και καταταλυτη χρονου! Αποσπασμα από το βιβλιο του Λαμπρου Μαλαμα